- πωλεῖται
- πωλέομαιgo up and downpres ind mp 3rd sg (attic epic)πωλέωsellpres ind mp 3rd sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εμπόριο — Οικονομική ασχολία η οποία, μέσω πράξεων αγοραπωλησίας, μεταβιβάζει τα αγαθά των παραγωγών στους καταναλωτές (ή άλλους παραγωγούς) στην ποσότητα, στον τόπο και στη στιγμή που χρειάζονται. Βασική είναι η διάκριση ανάμεσα σε εσωτερικό και σε… … Dictionary of Greek
πωλεῖθ' — πωλεῖτο , πωλέομαι go up and down pres opt mp 3rd sg (epic ionic) πωλεῖται , πωλέομαι go up and down pres ind mp 3rd sg (attic epic) πωλεῖτο , πωλέομαι go up and down imperf ind mp 3rd sg (attic epic) πωλεῖτο , πωλέω sell pres opt mp 3rd sg (epic … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πωλεῖτ' — πωλεῖτο , πωλέομαι go up and down pres opt mp 3rd sg (epic ionic) πωλεῖται , πωλέομαι go up and down pres ind mp 3rd sg (attic epic) πωλεῖτο , πωλέομαι go up and down imperf ind mp 3rd sg (attic epic) πωλεῖτο , πωλέω sell pres opt mp 3rd sg (epic … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PROTEUS — Deus marinus, Neptuni et Phoenices fil. teste Tzetze hist. 44. Chil. 2. qui in Pharo Alexandriae habitavit, Toronenque ex Aegypto in Phlegram Pallenes profectus uxorem duxit, ex qua filios suscepit Tmylum ac Telegonum, de quibus Eurip. in Hecuba … Hofmann J. Lexicon universale
αγόρασμα — το (Α ἀγόρασμα) [ἀγοράζω] οτιδήποτε αγοράζεται ή πωλείται, το εμπόρευμα, το ώνιο, το ψώνιο νεοελλ. η ενέργεια τού αγοράζω, το να αγοράζει κανείς κάτι, ψώνισμα … Dictionary of Greek
βακαλάος — Με την ονομασία αυτή πωλείται στο εμπόριο κατάλληλα επεξεργασμένος ο τελεόστεος ιχθύς γάδος καλλαρίας, γνωστός επίσης ως μπακαλιάρος, που ανήκει στην τάξη των γαδομόρφων. Το μήκος του μπορεί να ξεπεράσει το 1,5 μ. και το βάρος του τα 40 κιλά· το… … Dictionary of Greek
ευεκποίητος — η, ο (Α εὐεκποίητος, ον) νεοελλ. αυτός που πωλείται εύκολα αρχ. (για τροφή) αυτός που αφομοιώνεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + εκ ποίητος (< εκ ποιώ)] … Dictionary of Greek
ευτέλεια — η (ΑΜ εὐτέλεια, Α και ιων. τ. εὐτελίη) [ευτελής] 1. το να είναι κάτι φθηνό, η φθήνια, η χαμηλή τιμή 2. χυδαιότητα, προστυχιά, ποταπότητα, μικροπρέπεια, μικρότητα («ευτέλεια συμπεριφοράς, χαρακτήρα» κ.λπ.) μσν. 1. περιφρόνηση, καταφρόνηση 2. (με… … Dictionary of Greek
ζυτοπώλιον — ζυτοπώλιον, τό (Α) πάπ. το ζυθοπωλείο, κατάστημα όπου πωλείται ζύθος … Dictionary of Greek
καφεζαχαροπλαστείο — το είδος ζαχαροπλαστείου στο οποίο πωλείται ή σερβίρεται καφές … Dictionary of Greek